- κατάφραχτος
- και κατάφρακτος, -η, -ο (AM κατάφρακτος, -ον, Α αττ. τ. και κατάφαρκτος, -ον) [καταφράσσω]1. αυτός που είναι φραγμένος από παντού, περίφρακτος, περίκλειστος2. (για ιππείς και για άλογα) αυτός που έφερε πανοπλία, καταφράκτη*, δηλ. θώρακα και άλλα μεταλλικά αμυντικά φράγματα, όπως προστερνίδια, προμετωπίδια κ.ά.νεοελλ.1. φρ. «κατάφρακτα πλοία»ναυτ. παλιά πολεμικά ιστιοφόρα με πυροβόλα σε ιδιαίτερα καταστρώματα μέσα στο κύτος τους, που επικαλύπτονταν από το επάνω κύριο κατάστρωμα2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι κατάφρακτοιζωολ. τελεόστεοι θαλάσσιοι ιχθύεςμσν.1. θωρακισμένος2. το αρσ. ως ουσ. ό κατάφρακτοςθωρακοφόροςαρχ.1. (για πολεμικά πλοία) αυτός που έχει σε όλη την έκτασή του κατάστρωμα2. φρ. «κατάφρακτοι νῆες» — τα μεγάλα πολεμικά πλοία που είχαν παραβλήματα και παραρρύματα3. (μτφ. για την ψυχή) η ανεπίδεκτη ηθικής διδασκαλίας, η τυφλή απέναντι στην αρετή, στο αγαθό4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά κατάφρακταοι θώρακες.
Dictionary of Greek. 2013.